Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῆς ἀγνοίας

См. также в других словарях:

  • Λουκρήτιος — (Titus Lucretius Carus, Καμπανία 99; – 55 π.Χ.). Λατίνος ποιητής, συγγραφέας του εξάτομου ποιήματος Περί της φύσης των πραγμάτων (De rerum naturae). Σύμφωνα με μία πληροφορία που παραδίδει ο άγιος Ιερώνυμος, ο Λ. παραφρόνησε εξαιτίας ενός… …   Dictionary of Greek

  • ηθική βλάβη — (Νομ.). Η βλάβη που δημιουργείται με τη διατάραξη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου από τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Το δίκαιο καλύπτει την η.β. και προβλέπει τη χρηματική ικανοποίησή της υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του …   Dictionary of Greek

  • βοδισάτβα — (bodhisattva).Κατά τη βουδιστική αίρεση Maχαγιάνα (= μεγάλο όχημα), β. ονομάζονται τα άτομα που έχουν φτάσει μέχρι τη νιρβάνα,όπως ο Βούδας, αλλά τα οποία δεν απέκτησαν την ιδιότητα του Βούδα διότι θέλησαν να μείνουν μεταξύ των ανθρώπων και να… …   Dictionary of Greek

  • Κιγάλας, Ματθαίος — (Λευκωσία 1590; – Βενετία 1642). Λόγιος ιερέας και εκδότης. Ήταν πατέρας του Ιλαρίωνα Κιγάλα (βλ. λ.). Το 1630 εγκαταστάθηκε στη Βενετία ως εφημέριος του ναού της ελληνικής παροικίας. Παράλληλα, όμως, ασχολήθηκε με εκδόσεις κυρίως λειτουργικών… …   Dictionary of Greek

  • υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — ο φιλοσοφικό, κοινωνικό και πολιτικό κίνημα του 18ου αι. στην Ευρώπη που απέβλεπε στην καταπολέμηση των προκαταλήψεων και της άγνοιας με τη λογική: Ο διαφωτισμός συνέβαλε καθοριστικά στην πνευματική αναγέννηση της Ευρώπης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • невидѣниѥ — НЕВИДѢНИ|Ѥ (21), ˫А с. 1.Слепота: старѣсѧ исакъ и ослѣпоста ѥму очи в невидѣнье Пал 1406, 75а. 2. Погибель: сотона иже есть истiньна˫а тма. и лжа. и пропасть и погибель. како к нему помаваемъ см҃рть и мечь и тма и невидѣнье. зане животу нашему… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»